επευφημώ

επευφημώ
(AM ἐπευφημῶ, -έω)
μσν.- νεοελλ.
εκφράζω με ζητωκραυγές επιδοκιμασία ή αφοσίωση
αρχ.-μσν.
1. επιδοκιμάζω θορυβωδώς, δίνω τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῑσθαι θ' ἱερῆα», Ομ. Ιλ.)
2. εγκωμιάζω, εξυμνώ
αρχ.
1. εύχομαι σε κάποιον κάτι («νόστον ἐπευφήμησεν ἀκηδέα νισσομένοισιν», Απολλ. Ρόδ.)
2. καλώ κάποιον με εύφημο όνομα («ἄλλοι δ' ἁβρὸν Ἄδωνιν ἐπευφήμησαν ἀοιδοί», Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευφημώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επευφημώ — επευφημώ, επευφήμησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επευφημώ — επευφήμησα, επευφημήθηκα, επευφημημένος και επευφημισμένος, μτβ., εκδηλώνω με επευφημίες τον ενθουσιασμό μου ή την αφοσίωσή μου σε σπουδαία πρόσωπα, ζητωκραυγάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητωκραυγάζω — επευφημώ κάποιον με ενθουσιασμό, φωνάζω «ζήτω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτω + κραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Κωνστ. Χ. Βερσή] …   Dictionary of Greek

  • προανευφημώ — έω, Α 1. εύχομαι εκ τών προτέρων 2. επευφημώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνευφημῶ «επευφημώ, επαινώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπιβοώ — άω, Α 1. φωνάζω επί πλέον 2. παρορμώ με τη φωνή, επευφημώ επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιβοῶ «κραυγάζω, φωνάζω, επευφημώ»] …   Dictionary of Greek

  • ακτολογώ — ἀκτολογῶ ( έω) (Μ) επευφημώ, ζητωκραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκτα + λέγω] …   Dictionary of Greek

  • ανακροτώ — ἀνακροτῶ ( έω) (Α) σηκώνω τα χέρια και χτυπώ τις παλάμες, χειροκροτώ, επευφημώ ζωηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κροτῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανευφημώ — ἀνευφημῶ ( έω) (AM) 1. επευφημώ, επιδοκιμάζω δημόσια 2. ονομάζω, αναγορεύω, ανακηρύσσω μσν. υμνώ, δοξολογώ αρχ. κραυγάζω, ξεφωνίζω …   Dictionary of Greek

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

  • επαϋτώ — ἐπαϋτῶ, έω (Α) 1. θορυβώ ακόμη πιο πολύ, τρίζω 2. επευφημώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αϋτώ «φωνάζω, κραυγάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”