επευφημώ — επευφημώ, επευφήμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επευφημώ — επευφήμησα, επευφημήθηκα, επευφημημένος και επευφημισμένος, μτβ., εκδηλώνω με επευφημίες τον ενθουσιασμό μου ή την αφοσίωσή μου σε σπουδαία πρόσωπα, ζητωκραυγάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζητωκραυγάζω — επευφημώ κάποιον με ενθουσιασμό, φωνάζω «ζήτω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτω + κραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Κωνστ. Χ. Βερσή] … Dictionary of Greek
προανευφημώ — έω, Α 1. εύχομαι εκ τών προτέρων 2. επευφημώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνευφημῶ «επευφημώ, επαινώ»] … Dictionary of Greek
προσεπιβοώ — άω, Α 1. φωνάζω επί πλέον 2. παρορμώ με τη φωνή, επευφημώ επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιβοῶ «κραυγάζω, φωνάζω, επευφημώ»] … Dictionary of Greek
ακτολογώ — ἀκτολογῶ ( έω) (Μ) επευφημώ, ζητωκραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκτα + λέγω] … Dictionary of Greek
ανακροτώ — ἀνακροτῶ ( έω) (Α) σηκώνω τα χέρια και χτυπώ τις παλάμες, χειροκροτώ, επευφημώ ζωηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κροτῶ] … Dictionary of Greek
ανευφημώ — ἀνευφημῶ ( έω) (AM) 1. επευφημώ, επιδοκιμάζω δημόσια 2. ονομάζω, αναγορεύω, ανακηρύσσω μσν. υμνώ, δοξολογώ αρχ. κραυγάζω, ξεφωνίζω … Dictionary of Greek
ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι … Dictionary of Greek
επαϋτώ — ἐπαϋτῶ, έω (Α) 1. θορυβώ ακόμη πιο πολύ, τρίζω 2. επευφημώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αϋτώ «φωνάζω, κραυγάζω»] … Dictionary of Greek